Ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα
αυτοκινητιστικό ατύχημα
μάς ένωνε. Ήμασταν χρόνια γειτόνισσες, έμενες λίγο πιο πάνω από εμάς, γνώριζα τα παιδιά σου, τον άνδρα σου, εσένα, αλλά αυτό το ατύχημα ένωσε τις ζωές μας.Με πήρες με το αυτοκίνητό σου,
με το αυτοκίνητό σου
σε μία εποχή που οι γυναίκες δεν οδηγούσανε τόσο συχνά, και με πήγες στο σπίτι μου. Λίγο πριν όμως, στην γωνία του σπιτιού μου, κάποιο άλλο αυτοκίνητο μάς χτύπησε και είχα τρανταχτεί λίγο. Χτύπησε μάλιστα το κεφάλι μου στο τζάμι του αυτοκινήτου σου.
Εσύ αντέδρασες αστραπιαία, βγήκες έξω από το αυτοκίνητο, ήρθες προς το μέρος μου και με αγωνία με ρώτησες αν ήμουνα καλά. Εγώ δεν ήθελα να σε ανησυχήσω και είπα ότι είμαι μία χαρά, και τελικώς αυτό ήτανε. Ένα ατύχημα, που δεν ήτανε σοβαρό, μάς ένωνε.
Και ήρθε η ώρα του θανάτου σου.
Όταν έμαθα ότι κοιμήθηκες,
ΑΓΓΕΛΤΗΡΙΑ...
αν και δεν ήμουνα απολύτως σίγουρη ότι ήσουνα εσύ, γιατί η αναγγελία του θανάτου σου δεν έγραφε λεπτομέρειες, αυτό το παλαιό ατύχημα ήρθε στον νου μου. Αυτό το ατύχημα που μάς έδεσε με έναν ξεχωριστό τρόπο. Αυτό το ατύχημα που δεν ξέχασα ποτέ. Αποφάσισα να σε αποχαιρετίσω για τελευταία φορά και στο Κοιμητήριο
Κοιμητήριο
τα έμαθα όλα.
Δυστυχώς, δεν είχα συγκρατήσει την κανονική ώρα της εξοδίου σου και έφθασα στην Εκκλησία του νεκροταφείου μας μισή ώρα αργότερα. Έφθασα στο "Δεύτε τελευταίον ασπασμόν" που λέμε, στην κυριολεξία όμως. Μπήκα στην Εκκλησία,
Εκκλησία
συνάντησα, για πρώτη φορά, την εγγονή σου, που είχε το ίδιο όνομα με σένα, Χαρίκλεια, χάρηκα και ταυτόχρονα την συλλυπήθηκα κι έσπευσα να σε φιλήσω για τελευταία φορά. Όσο και αν το βλέμμα μου έτρεχε γρήγορα στα πρόσωπα των ανθρώπων που αυτή η μάσκα τα έκρυβε, ξεχώρισα μία κυρία, η οποία έκλαιγε με λυγμούς, οι υπόλοιποι ετοιμαζόντουσαν να βγούνε έξω, αλλά, δεν είδα την κόρη σου πουθενά
Τελειώνοντας από το τελευταίο μου καθήκον, πέρασα κι εγώ έξω από τον Ιερό Ναό, και περιμένοντας να βγεις κι εσύ, έμαθα την αλήθεια. Κι η αλήθεια δεν είναι πάντα ευχάριστη.
Ρώτησα μία γνωστή μου, που ήρθε κι αυτή να σου πει αντίο, πού ήτανε η κόρη σου.
-Δεν τα έμαθες; μού απάντησε.
-Τι να μάθω;
-Είναι στο νοσοκομείο
νοσοκομείο
η Βέρα, χτύπησε και αυτή στο αυτοκινητιστικό δυστύχημα.- Ποιο δυστύχημα; ξαναρώτησα με μεγαλύτερη απορία. Δεν γνωρίζω κάτι.
-Η Χαρίκλεια ήτανε στο αυτοκίνητο της κόρης της, έχασαν τον έλεγχο και εκεί λίγο πιο πέρα από την Τριφυλλία τραυματίστηκαν. Η Χαρίκλεια θανάσιμα και η κόρης της είναι στο νοσοκομείο και αναρρώνει, ευτυχώς.
Η έκπληξή μου ήτανε μεγάλη. Δεν γνώριζα τι και πως, και να που έμαθα τον λόγο που έφυγες από την ζωή.
Ώσπου βγήκες. Και σε έβαλαν στην νεκροφόρα.
-Περάστε στο κυλικείο,
κυλικείο
ακούστηκε η φωνή του υπεύθυνου και αναρωτήθηκα γιατί.
Δεν θα σε συνοδεύσουμε στην τελευταία σου κατοικία.
-Περάστε στο κυλικείο, ξανακούστηκε η ίδια φωνή και υπάκουα προχωρήσαμε όλοι οι πενθούντες προς τα εκεί.
-Δεν θα την θάψουνε, άκουσα την διπλανή μου να λέει, με μία χαμηλή φωνή. Ήταν κι αυτή μία από τις γνωστές μου. Θα την κάψουνε.
-Τι! είπα με τρόμο! Θα την κάψουνε;
- Θα την κάψουνε, ήταν η επιθυμία της.
Ερεύνησα με το βλέμμα μου μήπως δω κι άλλους γνωστούς για να ρωτήσω. Ρώτησα και επιβεβαίωσα την πληροφορία που τόσο με τάραξε. Η Χαρίκλεια, η γειτόνισσά μου, που τόσο λίγα μάς συνδέουν, δεν θα θαφτεί στην Αττική γη; Το σώμα της δεν θα αναπαυθεί "εις τόπον χλοερόν".
εις τόπον χλοερόν
Μα τι τρέχει τελευταίως. Πώς αλλάξαμε έτσι, σκέφτηκα κι αμέσως άλλαξα πορεία.
Δεν κατευθύνθηκα υπάκουα προς το κυλικείο. Ενστικτωδώς, γύρισα προς τα πίσω, και μπήκα στο αυτοκίνητό μου.
Τι να συλλυπηθώ; σκέφτηκα. Αυτούς που θα σε κάψουνε; Όχι,
Όχι...
Χαρίκλεια, όχι...